τεθορυβημένως

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Adv., (θορυβέω)

   A tumultuously, in a disorderly manner, ἀποχωρεῖν X.HG5.3.5.

German (Pape)

[Seite 1079] adv. part. perf. pass. von θορυβέω, mit Lärm, mit Unordnung, ἀποχωρεῖν, Xen. Hell. 5, 3, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
tumultueusement, en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de θορυβέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, χωρίς τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθορυβημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θορυβῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τεθορῠβημένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του θορυβέω, με θόρυβο, σε Ξεν.