τεθορυβημένος

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek (Liddell-Scott)

τεθορῠβημένος: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θορυβέω, μετὰ θορύβου, ἐν συγχύσει, ἄνευ τάξεως, ἀποχωρεῖν τε ἠναγκάζοντο τεθορυβημένως Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 5.