τεθορυβημένως

English (LSJ)

Adv., (θορυβέω) tumultuously, in a disorderly manner, ἀποχωρεῖν X.HG5.3.5.

German (Pape)

[Seite 1079] adv. part. perf. pass. von θορυβέω, mit Lärm, mit Unordnung, ἀποχωρεῖν, Xen. Hell. 5, 3, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
tumultueusement, en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de θορυβέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, χωρίς τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθορυβημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θορυβῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

τεθορῠβημένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του θορυβέω, με θόρυβο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τεθορῠβημένως: [от part. pf. к θορυβέω беспорядочно, в беспорядке (ἀποχωρεῖν Xen.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of θορυβέω
tumultuously, Xen.