ἐγκατάληψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A catching or being caught in a place, being hemmed in, Th.5.72; suppression of urine, Hp.Epid.6.2.7 (codd.sedleg. ἐγκατάλειψις). 2 concept ( = κατάληψις), Gal.14.685, cf. 19.350.
German (Pape)
[Seite 705] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατάληψις: -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, αἰχμαλώτισις, Θουκ. 5. 72· ἡ ἐπίσχεσις τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε (ἔνθα ὅμως ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν ἐγκατάλειψις).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de cerner, d’enfermer.
Étymologie: ἐγκαταλαμβάνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -λημψ- Gloss.3.600
1 captura, apresamiento de pers. Th.5.72
•fig. captación, aprehensión τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐγκαταλήψεων Gal.14.685, 19.350.
2 medic. retención, obstrucción de la orina, Hp.Epid.6.2.7, sinón. de ἐμπύημα y μεσόπλευρον Gloss.l.c.
Greek Monolingual
ἐγκατάληψις, η (Α)
σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση.
Greek Monotonic
ἐγκατάληψις: -εως, ἡ, αιχμαλώτιση σ' ένα μέρος, αιχμαλωσία, σύλληψη, σε Θουκ.