ἐκκυνηγετέω

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A pursue in the chase, hunt down, τινά E.Ion 1422, prob. in A.Eu.231.

German (Pape)

[Seite 765] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠνηγετέω: κυνηγῶ, καταδιώκω, τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε κἀκκυνηγετῶ ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poursuivre avec une meute.
Étymologie: ἐκ, κυνηγετέω.

Spanish (DGE)

(ἐκκῠνηγετέω)
dar caza, perseguir ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.Isid.302
fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.Io 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025.

Greek Monotonic

ἐκκῠνηγετέω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω, εμμένω στην καταδίωξη, καταδιώκω, παίρνω από πίσω, κυνηγώ, τινα, σε Ευρ.