περονίς

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = περόνη, S.Tr.925, IG11(2).219 A35 (Delos, iii B. C.), CPR 12.4 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, = περόνη, Soph. Trach. 921, χρυσήλατος.

Greek (Liddell-Scott)

περονίς: -ίδος, ἡ, = περόνη, Σοφ. Τρ. 925.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. περόνη.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
η μικρή πόρπη, η καρφίτσα του γυναικείου ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περόνη + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

περονίς: -ίδος, ἡ, = περόνη, σε Σοφ.