ταριχοπωλέω

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A sell salt fish, Pl.Chrm.163b, Luc.Nec.17.

German (Pape)

[Seite 1071] eingesalzene Fische verkaufen, Plat. Charm. 163 b. – Auch sich mit Einbalsamiren von Leichnamen beschäftigen, Luc. Necyom. 17.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχοπωλέω: πωλῶ τεταριχευμένος, παστοὺς ἰχθῦς, Πλάτ. Χαρμ. 163Β. ΙΙ. ἀσχολοῦμαι εἰς τὴν ταρίχευσιν νεκρῶν σωμάτων, Λουκ. Νεκυομ. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire métier d’embaumer les corps.
Étymologie: ταριχοπώλης.

Greek Monotonic

τᾰρῑχοπωλέω:I. πουλώ ψάρια, σε Πλάτ.
II. ασχολούμαι με την ταρίχευση νεκρών σωμάτων, σε Λουκ.