ταριχοπώλης
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ταριχοπώλου, ὁ, dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχοπώλης: ου ὁ торговец соленой рыбой Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].
Greek Monotonic
τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.
Middle Liddell
τᾰρῑχο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in salt fish, Plut., etc.