συναποκτείνω

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A kill together, Antipho 5.39, Aeschin.2.148; τινι with one, D.C.Fr.11.18.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; Antiph. 5, 39; Aesch. 2, 148.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω ὁμοῦ, Ἀντιφῶν 134. 8, Αἰσχίν. 48. 3· τινι, μετά τινος, ἀπειλήσας δούλῳ τινὶ συναποκτενεῖν Δίωνος Κ. Ἀποσπ. σ. 12. 67 Peiresc.

French (Bailly abrégé)

tuer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκτείνω.

Greek Monolingual

Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].

Greek Monolingual

Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

συναποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω, φονεύω μαζί, σε Αισχίν.