ὑποθράττω

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A = ὑποταράσσω, Plu.Pomp.68, Fab.2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθράττω: Ἀττ., ἀντὶ ὑποταράσσω, Πλουτ. Πομπ. 68, Φάβ. 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
troubler ou effrayer qqe peu.
Étymologie: ὑπό, θράσσω.

Greek Monolingual

Α
(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) βλ. ὑποταράσσω.

Greek Monotonic

ὑποθράττω: Αττ. αντί ὑπο-ταράσσω, σε Πλούτ.