ὑποθράττω
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
= ὑποταράσσω, Plu.Pomp.68, Fab.2.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
troubler ou effrayer qqe peu.
Étymologie: ὑπό, θράσσω.
German (Pape)
att. = ὑποθράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθράττω: (= ὑποταράσσω) несколько тревожить, немного смущать (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθράττω: Ἀττ., ἀντὶ ὑποταράσσω, Πλουτ. Πομπ. 68, Φάβ. 2, κλπ.
Greek Monolingual
Α
(απ. τ.) (συγκεκομμένος τ.) βλ. ὑποταράσσω.
Greek Monotonic
ὑποθράττω: Αττ. αντί ὑπο-ταράσσω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Attic for ὑποταράσσω, Plut.]