προσψαύω
English (LSJ)
Dor. and poet. ποτι-,
A touch upon, touch, τιμαῖς Pi.Fr.121.3: c. gen., Ael.NA1.57: abs., S.Ph.1054, OC329; ὅσον γ' ἂν αὐτὸς μὴ ποτιψαύων χεροῖν Id.Tr..1214:—Pass., Dsc.Eup.1.167.
German (Pape)
[Seite 789] (s. ψαύω), daranrühren; μηδὲ προσψαύσητ' ἔτι, Soph. Phil. 1943; O. C. 331. (s. ψαύω), daranrühren; μηδὲ προσψαύσητ' ἔτι, Soph. Phil. 1043; O. C. 331.
Greek (Liddell-Scott)
προσψαύω: Δωρ. καὶ ποιητ. ποτι-, ψαύω, ἐγγίζω, τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 36. 2, πρβλ. Π. 9. 213· ἀπολ., Σοφ. Φιλ. 1054, Ο. Κ. 330· ὅσον γ’ αὐτὸς μὴ ποτιψαύων χεροῖν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1214.
French (Bailly abrégé)
dor. et poét. ποτιψαύω;
toucher à ; abs. toucher.
Étymologie: πρός, ψαύω.
English (Strong)
from πρός and psauo (to touch); to impinge, i.e. lay a finger on (in order to relieve): touch.
English (Thayer)
to touch: τίνι (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), a thing, Pindar, Sophocles, Byzantine writings.)
Greek Monolingual
Α
αγγίζω («καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῑς φορτίοις», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ψαύω «ψηλαφώ»].
Greek Monotonic
προσψαύω: Δωρ. ποτι-, μέλ. -σω, αγγίζω, άπτομαι, τινί, σε Πίνδ.· απόλ., σε Σοφ.