θρασυστομέω

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A to be over-bold of tongue, A.Supp.203, S.Ph.380, E.Hec.1286.

German (Pape)

[Seite 1216] kühn reden, Aesch. Prom. 200 Soph. Phil. 380 Eur. Hec. 1280.

Greek (Liddell-Scott)

θρασυστομέω: εἶμαι θρασὺς τὴν γλῶσσαν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 203, Σοφ. Φιλ. 380, Εὐρ. Ἱκ. 1286.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler avec hardiesse.
Étymologie: θρασύστομος.

Greek Monotonic

θρᾰσυστομέω: είμαι αυθάδης στη γλώσσα, μιλώ με αναίδεια, σε Τραγ.