γενναιοπρεπής

Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ές,

   A befitting a noble: only in Adv. -πῶς Ar.Pax988.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.

Greek Monotonic

γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.