γενναιοπρεπής

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενναιοπρεπής Medium diacritics: γενναιοπρεπής Low diacritics: γενναιοπρεπής Capitals: ΓΕΝΝΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: gennaioprepḗs Transliteration B: gennaioprepēs Transliteration C: gennaioprepis Beta Code: gennaiopreph/s

English (LSJ)

γενναιοπρεπές, befitting a noble: only in Adv. γενναιοπρεπῶς Ar.Pax988.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.

Greek Monotonic

γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πρέπω
befitting a noble: adv. -πῶς, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενναιοπρεπής γενναῖος, πρέπω alleen adv. γενναιοπρεπῶς zoals het een nobel persoon past.