γενναιοπρεπής

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενναιοπρεπής Medium diacritics: γενναιοπρεπής Low diacritics: γενναιοπρεπής Capitals: ΓΕΝΝΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: gennaioprepḗs Transliteration B: gennaioprepēs Transliteration C: gennaioprepis Beta Code: gennaiopreph/s

English (LSJ)

γενναιοπρεπές, befitting a noble: only in Adv. γενναιοπρεπῶς Ar.Pax988.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.

Greek Monotonic

γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πρέπω
befitting a noble: adv. -πῶς, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενναιοπρεπής γενναῖος, πρέπω alleen adv. γενναιοπρεπῶς zoals het een nobel persoon past.