ἐπιτελειόω

Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A complete, esp. a sacrifice, Lycurg.Fr.36 (-λεοῦν codd.) ; τὴν θυσίαν Plu.Mar.22 ; cf. ἐπιτελέωμα.

German (Pape)

[Seite 990] vollenden, θυσίαν Plut. Mar. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελειόω: τελειῶ, συμπληρώνω, τὴν θυσίαν Πλουτ. Μάρ. 22· πρβλ. ἐπιτελέωμα· ― ἐπιτελειωθῆναι = θανεῖν, Ἰω. Κλίμακ. 712C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accomplir.
Étymologie: ἐπί, τελειόω.

Greek Monotonic

ἐπιτελειόω: μέλ. -ώσω, ολοκληρώνω θυσία, σε Πλούτ.