βούκρανος

Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A bull-headed, Emp.61.3, Call.Fr.203, Plu.2.358d.    II βούκρᾱνον, τό, ox-head, Gem.3.3.

German (Pape)

[Seite 456] mit einem Ochsenkopf, Empedocl. bei Ael. H. A. 16, 29; κράνος Plut. Is. et Os. 19.

Greek (Liddell-Scott)

βούκρᾰνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴ βοός, Ἐμπεδ. 216, Καλλ. Ἀποσπ.203˙ βούκρανον,τό, κεφαλὴ βοός,ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Πρόκλου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de bœuf.
Étymologie: βοῦς, κάρηνον.

Spanish (DGE)

(βούκρᾱνος) -ον
1 que tiene cabeza de toro ἀνδροφυῆ βούκρανα criaturas humanas con cabeza de toro Emp.B 61.3, (Ἀχελῷος) ἀνδρείῳ τύπῳ βούκρανος S.Tr.13 (pero cf. βούπρῳρος), cf. Call.Fr.646 (cj.), Plu.2.358d.
2 astr., subst. τὸ β. cabeza de toro οἱ ... ἐπὶ τοῦ βουκράνου τοῦ Ταύρου κείμενοι ἀστέρες Gem.3.3
tb. n. de la constelación Tauro Meth.Symp.8.14.

Greek Monotonic

βούκρᾱνος: -ον (κάρα), = βούπρῳρος.