βούπρῳρος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
βούπρῳρον, (πρῷρα)
A ox-headed, with the forehead of an ox or with the face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος); β. πρόσωπα Philostr. Jun.Im.4.
II βούπρῳρος ἑκατόμβη = offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.; βούπρῳρος θυσία Delph.3(2).66; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
1 de delantera o frente de toro S.Tr.13 (var.), Trag.Adesp.587b, πρόσωπα Philostr.Iun.Im.4.1, cf. Hsch.
2 iniciado con el sacrificio de un toro ἑκατόμβα SIG 604.8 (Delfos II a.C.), Plu.2.668c, ἔπενψαν Κεῖοι τὴν δωδεκηΐδα βούπρῳρον ταῦρον enviaron los de Ceos el sacrificio de doce animales encabezado por un toro, ID 2539 (II d.C.), θυσία FD 2.66.19 (I a.C.)
•sacrificio de cien ovejas y un toro Paus.Gr.β 16, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à face de bœuf;
2 dont la première victime (càd la victime qui marche en tête) est un bœuf.
Étymologie: βοῦς, πρῷρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούπρῳρος -ον βοῦς, πρῷρα met het gezicht van een stier.
German (Pape)
mit einem Ochsengesichte, ἑκατόμβη Plut. Symp. 4.4.2; nach Hesych. ein Opfer von 100 Schafen, denen ein Ochse vorangeht; ähnl. θυσία, Eust.
Russian (Dvoretsky)
βούπρῳρος:
1 с бычачьей головой (Ἀχελῷος Soph.);
2 с быком впереди: β. ἑκατόμβη Plut. гекатомба из одного быка и 99 овец.
Greek (Liddell-Scott)
βούπρῳρος: -ον, (πῷρα) ὁ ἔχων μέτωπον ἢ πρόσωπον βοός, Σοφ. Τρ. 13 (κατὰ Στράβ., τὸ Λαυρ. χφον βούκρανος). ΙΙ. βούπρ. ἑκατόμβη, προσφορά, θυσία 100 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου (ἢ 99 προβάτων καὶ ἑνὸς βοὸς προπορευομένου), Πλούτ. 2. 668C. Πρβλ. βόαρχος.
Greek Monotonic
βούπρῳρος: -ον (πρῷρα), αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού, σε Σοφ.