δεκάχαλκον

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A coin worth ten χαλκοῖ, = Lat. denarius (worth ten asses), Plu.Cam.13.

German (Pape)

[Seite 543] τό, der römische Denar, aus 10 χαλκοῖ bestehend, Plut. Camill. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάχαλκον: τό, Λατ. denarius, = δέκα χαλκοῖ, Πλούτ. Καμ. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
denier romain valant dix as de cuivre.
Étymologie: δέκα, χαλκός.

Spanish (DGE)

-ου, τό denario Plu.Cam.13.

Greek Monolingual

δεκάχαλκον, το (Α)
νόμισμα ισοδύναμο με δέκα «χαλκούς», με δέκα χάλκινα νομίσματα, το ρωμαϊκό δηνάριο.

Greek Monotonic

δεκάχαλκον: τό, δηνάριο = δέκα χαλκοῖ, σε Πλούτ.