Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δηνάριο

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

το (AM δηνάριον, Μ και δηνέρι, -ιν)
ρωμαϊκό νόμισμα που ισοδυναμούσε με δέκα ασσάρια
νεοελλ.
νομισματικές μονάδες της Γιουγκοσλαβίας, της Περσίας και άλλων χωρών
αρχ.
(Εκκλ.) η απόλαυση αγαθού ως ανταμοιβή οσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. denarius].