δηνάριο

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

το (AM δηνάριον, Μ και δηνέρι, -ιν)
ρωμαϊκό νόμισμα που ισοδυναμούσε με δέκα ασσάρια
νεοελλ.
νομισματικές μονάδες της Γιουγκοσλαβίας, της Περσίας και άλλων χωρών
αρχ.
(Εκκλ.) η απόλαυση αγαθού ως ανταμοιβή οσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. denarius].