δηνάριο

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

το (AM δηνάριον, Μ και δηνέρι, -ιν)
ρωμαϊκό νόμισμα που ισοδυναμούσε με δέκα ασσάρια
νεοελλ.
νομισματικές μονάδες της Γιουγκοσλαβίας, της Περσίας και άλλων χωρών
αρχ.
(Εκκλ.) η απόλαυση αγαθού ως ανταμοιβή οσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. denarius].