δεκάχαλκον
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό, coin worth ten χαλκοῖ, = Lat. denarius (worth ten asses), Plu.Cam.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό denario Plu.Cam.13.
German (Pape)
[Seite 543] τό, der römische Denar, aus 10 χαλκοῖ bestehend, Plut. Camill. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
denier romain valant dix as de cuivre.
Étymologie: δέκα, χαλκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάχαλκον -ου, τό [δέκα, χαλκός] ‘tienbronzer’, munt met een waarde van tien bronzen munten (Lat. denarius).
Russian (Dvoretsky)
δεκάχαλκον: τό декахалк (монета в 5 χαλκοῖ, соотв. римск. денарию: τὸ δ. ἐκαλεῖτο δηνάριον Plut.).
Greek Monolingual
δεκάχαλκον, το (Α)
νόμισμα ισοδύναμο με δέκα «χαλκούς», με δέκα χάλκινα νομίσματα, το ρωμαϊκό δηνάριο.
Greek Monotonic
δεκάχαλκον: τό, δηνάριο = δέκα χαλκοῖ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάχαλκον: τό, Λατ. denarius, = δέκα χαλκοῖ, Πλούτ. Καμ. 13.
Middle Liddell
the denarius, = ten χαλκοῖ, Plut.