δεῦμα

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό, (δεύω A)

   A that which is steeped, seethed, δεύματα κρεῶν boiled flesh, dub. in Pi.O.1.50; cf. δεύτατος.

German (Pape)

[Seite 552] τό, das Benetzte, κρεῶν, eine künstlich zubereitete Fleischspeise, Pind. Ol. 1, 50.

Greek (Liddell-Scott)

δεῦμα: -ατος, τό, (δεύω) τὸ ὑγρόν, δεύματα κρεῶν, βραστὸν κρέας, ἐκ διορθώσεως τοῦ B öckh, Πίνδ. Ο. 1. 80, ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τῆς παλαιᾶς γραφῆς, δεύτατα.

Greek Monotonic

δεῦμα: -ατος, τό (δεύω), αυτό που είναι βρεγμένο, μούσκεμα, δεύματα κρεῶν, βραστό κρέας, σε Πίνδ.