δατητής

Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A distributer, πικρὸς χρημάτων δ. Ἄρης A.Th. 943 (lyr.).    II in Att. law, liquidator of estates or partnerships, Arist.Ath.56.6, etc.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, Vertheiler, Aesch. Spt. 945 χρημάτων, vgl. Harpocr. u. Poll. 4, 176. 8, 136.

Greek (Liddell-Scott)

δατητής: -οῦ, ὁ, ὁ διαμοιράζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 945, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383, Λυσ. παρ’ Ἁρπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait un partage.
Étymologie: δατέομαι.

Spanish (DGE)

(δᾰτητής) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): dór. -άς A.Th.945
repartidor πικρὸς χρημάτων κακὸς δ. Ἄρης A.l.c., cf. Poll.4.176
en derecho ático partidor, repartidor de bienes comunes εἰς δατητῶν αἵρεσιν Arist.Ath.56.6, Harp.s.u. δατεῖσθαι, Poll.8.136, Sud.s.u. δατεῖσθαι.

Greek Monolingual

δατητής, ο (Α)
ο διανεμητής, ο μοιραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη- του δατέομαι].

Greek Monotonic

δατητής: -οῦ, ὁ, αυτός που διαμοιράζει, μοιραστής, διανομέας, σε Αισχύλ.