διανομέας

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

ο (Α διανομεύς, -έως) διανέμω
αυτός που διανέμει, που μοιράζει
νεοελλ.
1. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που διανέμει ή επιδίδει επιστολές, έντυπα, συστημένα έγγραφα, τηλεγραφήματα ή εξαργυρώνει επιταγές
2. (μηχ.) μέρος εξαρτήματος βενζινομηχανών που διανέμει την υψηλή τάση του δευτερεύοντος του πολλαπλασιαστή στους αναφλεκτήρες
3. (ηλεκτρ.) κιβώτιο διακλάδωσης που επιτρέπει την κατά βούληση σύνδεση τών διακλαδιζόμενων κυκλωμάτων της κύριας γραμμής χωρίς να χρειάζεται αποσύνδεση τών αγωγών.