διανεμητής
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
διανεμητοῦ, ὁ, distributor, Glossaria on δατητής, EM249.43.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
repartidor glos. a δατητής Arist.Fr.422, cf. Gloss.2.272.
German (Pape)
[Seite 592] ὁ, der Vertheiler, E. M.
Russian (Dvoretsky)
διανεμητής: οῦ ὁ Arst. = δατητής.
Greek (Liddell-Scott)
διανεμητής: -οῦ, ὁ, = δατητής, ὁ διανομεύς, μοιραστής, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383.
Greek Monolingual
ο (θηλ. -τρία, η) (Μ διανεμητής) διανέμω
αυτός που διανέμει
νεοελλ.
γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς.
Translations
distributor
Arabic: قَاسِم; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör