διανεμητής

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανεμητής Medium diacritics: διανεμητής Low diacritics: διανεμητής Capitals: ΔΙΑΝΕΜΗΤΗΣ
Transliteration A: dianemētḗs Transliteration B: dianemētēs Transliteration C: dianemitis Beta Code: dianemhth/s

English (LSJ)

διανεμητοῦ, ὁ, distributor, Glossaria on δατητής, EM249.43.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
repartidor glos. a δατητής Arist.Fr.422, cf. Gloss.2.272.

German (Pape)

[Seite 592] ὁ, der Vertheiler, E. M.

Russian (Dvoretsky)

διανεμητής: οῦ ὁ Arst. = δατητής.

Greek (Liddell-Scott)

διανεμητής: -οῦ, ὁ, = δατητής, ὁ διανομεύς, μοιραστής, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -τρία, η) (Μ διανεμητής) διανέμω
αυτός που διανέμει
νεοελλ.
γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς.

Translations

distributor

Arabic: قَاسِم‎; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör