δατητής
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
δατητοῦ, ὁ,
A distributer, πικρὸς χρημάτων δ. Ἄρης A.Th. 943 (lyr.).
II in Att. law, liquidator of estates or partnerships, Arist.Ath.56.6, etc.
Spanish (DGE)
(δᾰτητής) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): dór. -άς A.Th.945
repartidor πικρὸς χρημάτων κακὸς δ. Ἄρης A.l.c., cf. Poll.4.176
•en derecho ático partidor, repartidor de bienes comunes εἰς δατητῶν αἵρεσιν Arist.Ath.56.6, Harp.s.u. δατεῖσθαι, Poll.8.136, Sud.s.u. δατεῖσθαι.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, Vertheiler, Aesch. Spt. 945 χρημάτων, vgl. Harpocr. u. Poll. 4, 176. 8, 136.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait un partage.
Étymologie: δατέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δατητής -οῦ, ὁ, Dor. δατητάς [δατέομαι] verdeler.
Russian (Dvoretsky)
δᾰτητής: οῦ ὁ
1 распределитель (χρημάτων Aesch.);
2 (в атт. праве) датет (уполномоченный по разделу наследства) Arst.
Greek Monolingual
δατητής, ο (Α)
ο διανεμητής, ο μοιραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη- του δατέομαι].
Greek Monotonic
δατητής: -οῦ, ὁ, αυτός που διαμοιράζει, μοιραστής, διανομέας, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
δατητής: -οῦ, ὁ, ὁ διαμοιράζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 945, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383, Λυσ. παρ’ Ἁρπ.
Middle Liddell
δατέομαι, a distributer, Aesch.