δωδεκάπαλαι

Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv.

   A twelve times πάλαι, ever so long ago, Ar.Eq.1154; cf. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.

German (Pape)

[Seite 694] vor zwölfmal langer Zeit, Ar. Equ. 1150, in komischer Steigerung.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάπᾰλαι: ἐπίρρ., δωδεκάκις πάλαι, πρὸ πλείστου ὅσου χρόνου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154· πρβλ. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.

French (Bailly abrégé)

adv.
depuis des siècles.
Étymologie: δώδεκα, πάλαι.

Spanish (DGE)

adv. durante un tiempo doce veces viejo e.d. hace muchísimo tiempo δεκάπαλαι γε καὶ δ. καὶ χιλιόπαλαι Ar.Eq.1154.

Greek Monolingual

δωδεκάπαλαι επίρρ. (Α)
δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό.

Greek Monotonic

δωδεκάπᾰλαι: επίρρ., δώδεκα φορές πριν, τόσο παλιά, προ πολλού, από πολύ παλλιά, σε Αριστοφ.