ἐγκατατίθεμαι

Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monotonic

ἐγκατατίθεμαι: Μέσ., ἱμάντα τεῷ ἐγκάτθεο κόλπῳ (Επικ. προστ. αόρ. βʹ) βάλε, τοποθέτησε τον ιμάντα γύρω από τη μέση σου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄτην ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ, συσσωρευμένο, κληροδοτημένο κακό στην καρδιά του, σε Ομήρ. Οδ.· τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ, που σχεδίασε, φιλοτέχνησε την ζώνη με την τέχνη του, στο ίδ.