ἐγκάτθεο

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513

German (Pape)

[Seite 706] u. ἐγκάτθετο, s. ἐγκατατίθημι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. poét. de ἐγκατατίθημι.

Greek Monotonic

ἐγκάτθεο: Επικ. αντί ἐγ-κατάθου, προστ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθεμαι· ἐγκάτθετο, γʹ ενικ. οριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκάτθεο: Hom. и ἐνικάτθεο Hes. 2 л. sing. imper. med. к ἐγκατατίθημι.