ἐγκάτθεο
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
German (Pape)
[Seite 706] u. ἐγκάτθετο, s. ἐγκατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. poét. de ἐγκατατίθημι.
Greek Monotonic
ἐγκάτθεο: Επικ. αντί ἐγ-κατάθου, προστ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθεμαι· ἐγκάτθετο, γʹ ενικ. οριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκάτθεο: Hom. и ἐνικάτθεο Hes. 2 л. sing. imper. med. к ἐγκατατίθημι.