εἰρέαται: Ἰων, γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐρῶ.
3ᵉ pl. pf. Pass. ion. de εἴρω².
v. λέγω.
εἰρέαται: Ιων. αντί εἴρηνται, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του ἐρῶ.