ἐκχύτης

Revision as of 22:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24.    2 drain, Gloss.

German (Pape)

[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 derrochón, manirrotoop. περιεκτικός Luc.Vit.Auct.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2 desagüe, Gloss.2.293.

Greek Monolingual

ἐκχύτης, ο (Α)
1. σπάταλος, άσωτος
2. οχετός, διώρυγα.

Greek Monotonic

ἐκχύτης: [ῠ], -ου, ὁ (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.