διώρυγα
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
Greek Monolingual
η (AM διῶρυξ, ο, η)
μεγάλο τεχνητό αυλάκι συνήθως πλωτό για την παροχέτευση υδάτων ή την αποκατάσταση της συγκοινωνίας μεταξύ θαλασσών ή ποταμών, κανάλι
αρχ.
«κρυπτὴ διῶρυξ» — υπόγεια διάβαση.