ἐπικαταρρήγνυμαι

Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

éclater et tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταρρήγνυμαι.

Greek Monotonic

ἐπικαταρρήγνῠμαι: Παθ., πέφτω ορμητικά, κατέρχομαι με ορμή κάτω, σε Πλούτ.