εὐηνορία

Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Dor. εὐ-ᾱνορία, ἡ, (εὐήνωρ)

   A manliness, E.HF407 (lyr.): pl., Pi.O.5.20.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ, Mannhaftigkeit, Eur. Herc. Für. 406, in dor. Form, wie Pind. Ol. 5, 20, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηνορία: ἡ, (εὐήνωρ) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, ἀνδρεία, γενναιότης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· οὕτως ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) ευήνωρ
η ανδρεία, η γενναιότητα.

Greek Monotonic

εὐηνορία: ἡ, γενναιότητα, ανδρεία, σε Ευρ.