εὐτειχής

Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Slater)

εὐτειχής
   1 with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)

Greek Monolingual

εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι-τειχής, επτα-τειχής].

Greek Monotonic

εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.