ἡμερολογέω

Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A to count by days, τὸν χρόνον Hdt.1.47.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen zählen, τὸν χρόνον, Her. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολογέω: ἀριθμῶ κατὰ ἡμέρας, τὸν χρόνον Ἡρόδ. 1. 47.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compter jour par jour, acc..
Étymologie: ἡμέρα, -λογος de λέγω³.

Greek Monotonic

ἡμερολογέω: (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.