ἡμερολογέω

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερολογέω Medium diacritics: ἡμερολογέω Low diacritics: ημερολογέω Capitals: ΗΜΕΡΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: hēmerologéō Transliteration B: hēmerologeō Transliteration C: imerologeo Beta Code: h(merologe/w

English (LSJ)

to count by days, τὸν χρόνον Hdt.1.47.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen zählen, τὸν χρόνον, Her. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

ἡμερολογῶ :
compter jour par jour, acc..
Étymologie: ἡμέρα, -λογος de λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολογέω: считать по дням (τὸν χρόνον Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολογέω: ἀριθμῶ κατὰ ἡμέρας, τὸν χρόνον Ἡρόδ. 1. 47.

Greek Monotonic

ἡμερολογέω: (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἡμερο-λογέω, λέγω
to count by days, Hdt.