θεόγλωσσος

Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόγλωσσος: -ον, ἔχων θείαν γλῶσσαν, περὶ ποιητριῶν, Ἀνθ. Π. 9. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole divine.
Étymologie: θεός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

θεόγλωσσος, -ον (Α)
(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

θεόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει τη γλώσσα των θεών, σε Ανθ. Π.