θρηνῳδία

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A lamentation, ib.604d, Plu.2.657a.

German (Pape)

[Seite 1218] ἡ, Klagelied, Plat. Rep. X, 604 d.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνῳδία: ἡ, θρῆνος μετ’ ᾠδῆς, Πλάτ. Πολ. 604D, Πλούτ. 2. 657Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant plaintif.
Étymologie: θρηνῳδός.

Greek Monolingual

η (Α θρηνῳδία) θρηνωδός
πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία.

Greek Monotonic

θρηνῳδία: ἡ, θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι, σε Πλάτ.