ἱδρυτέον

Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must set up, of a statue, Ar. Pax923, Max.Tyr.8 tit.    II intr., οὐχ ἱ. one must not sit idle, S.Aj. 809.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρῡτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἱδρύω, δεῖ ἱδρύειν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 923. ΙΙ. Παθ. οὐχ ἱδρυτέον, δὲν πρέπει τις νὰ μείνῃ ἀργός, ἄπρακτος, Σοφ. Αἴ. 809.

Greek Monotonic

ἱδρῡτέον: ρημ. επίθ. του ἱδρύω·
I. πρέπει να ιδρύσουμε, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ἱδρυτέον, πρέπει να παραμείνει αργός, άπρακτος, σε Σοφ.