ἰξεύω
English (LSJ)
(ἰξός)
A catch by birdlime, Artem.2.19, EM471.53:—Med., Poll.7.135.
German (Pape)
[Seite 1255] Vögel fangen mit Leimruthen, Poll. 7, 135 u. a. Sp., auch übtr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξεύω: (ἰξὸς) συλλαμβάνου διὰ τοῦ ἰξοῦ, Ἰω. Χρυσ., Ἐτυμολ. Μ. 471. 53. ― Μέσ., Πολυδ. Ζ΄, 135.
French (Bailly abrégé)
prendre des oiseaux à la glu.
Étymologie: ἰξός.
Greek Monolingual
(Α ἰξεύω) ιξός
1. πιάνω πουλιά με ιξόβεργα
2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω
νεοελλ.
αλείφω με κόλλα ιξού.