κρήνηθεν

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv.

   A from a well or spring, AP15.25.18 (Besant.).

German (Pape)

[Seite 1507] aus der Quelle, πίνειν, Dosiad. ar. (XV, 25).

Greek (Liddell-Scott)

κρήνηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ κρήνης, Ἀνθ. Π. 15. 25.

French (Bailly abrégé)

adv.
de la fontaine.
Étymologie: κρήνη, -θεν.

Greek Monolingual

κρήνηθεν (Α)
επίρρ. από την κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άλλο-θεν, οίκο-θεν)].

Greek Monotonic

κρήνηθεν: επίρρ., από πηγάδι ή πηγή, σε Ανθ.