κεγχροβόλοι

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

οἱ,

   A millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

Greek Monolingual

κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, πυρσο-βόλος.

Greek Monotonic

κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.