κύνα

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

French (Bailly abrégé)

v. κύων.

Greek Monolingual

κύνα, ἡ (Μ)
σκύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

κύνα: αιτ. του κύων.