λαώδης

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ες, (λαός)

   A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.

Greek Monolingual

λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λᾱώδης: -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.