λεωσφέτερος
English (LSJ)
ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him
A one of their own people, their fellow-citizen.
Greek (Liddell-Scott)
λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.
Greek Monolingual
λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].
Greek Monotonic
λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.