λινόκροκος

Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A flaxwoven, φᾶρος E.Hec.1081.

German (Pape)

[Seite 49] von Flachs gewebt, leinen, φᾶρος, vom Segel, Eur. Hec. 1081.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόκροκος: -ον, ὑφασμένος διὰ λινῆς κρόκης, φᾶρος Εὐρ. Ἑκ. 1081.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu de lin.
Étymologie: λίνον, κρέκω.

Greek Monolingual

λινόκροκος, -ον (Α)
υφασμένος με λινή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κρόκος (πρβλ. διά-κροκος].

Greek Monotonic

λῐνόκροκος: -ον (κρέκω), υφασμένος από λινή κλωστή, λινός, σε Ευρ.