= foreg.,
A φυτόν Od.24.227.
fouir, rechausser une plante.Étymologie: λίστρον.
(λίστρον): dig about, Od. 24.227†.
λιστρεύω (Α) λίστρονσκάβω γύρω από ένα φυτό, σκαλίζω φυτό.
λιστρεύω: σκάβω γύρω από ένα φυτό, σε Ομήρ. Οδ.