λιστρεύω
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
= λιστραίνω (dig round), φυτόν Od. 24.227.
French (Bailly abrégé)
fouir, rechausser une plante.
Étymologie: λίστρον.
English (Autenrieth)
(λίστρον): dig about, Od. 24.227†.
Greek Monolingual
λιστρεύω (Α) λίστρον
σκάβω γύρω από ένα φυτό, σκαλίζω φυτό.
Greek Monotonic
λιστρεύω: σκάβω γύρω από ένα φυτό, σε Ομήρ. Οδ.
German (Pape)
umgraben, umhacken, φυτόν, Od. 24.227; Hesych. erkl. ξύειν, περισκάπτειν, wohl das umgegrabene Erdreich ebenen.
Russian (Dvoretsky)
λιστρεύω: окучивать или окапывать (φυτόν Hom.).