μυχόνδε

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv.

   A to the far corner, μεγάροιο ib.22.270.    II inwards, Emp. 100.23.

German (Pape)

[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.

French (Bailly abrégé)

adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.

English (Autenrieth)

to the inmost part, Od. 22.270†.

Greek Monolingual

μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν-δε, οικόν-δε)].

Greek Monotonic

μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.